- εναντιώνυμος
- ἐναντιώνυμος, -ον (Α)(για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος-περιττός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναντιώνυμον — ἐναντιώνυμος having an opposite name masc/fem acc sg ἐναντιώνυμος having an opposite name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιωνυμώ — ἐναντιωνυμῶ ( έω) (Α) (αριθμ.) είμαι εναντιώνυμος … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek